-
1 ἀπο-κείρω
ἀπο-κείρω, abscheeren, Haupt- u. Barthaar, bes. med., χαίτην ἀπεκείρατο Il. 23, 141; τὰς κεφαλὰς ἀποκείρασϑαι Her. 6, 21; τὰς κόμας Plat. Phaed. 89 b; τὸν πώγωνα Luc. Pisc. 46; γένειον Herodian. 5, 4, 12; ohne Zusatz, Is. 4, 7; οὐδεὶς ἀπεκείρατ' οὐδ' ἠλείψατο Ar. Nubb. 826; σκάφιον ἀποκεκαρμένη Th. 838, eine eigene Art, das Haar zu scheeren; vgl. Ach. 849; ἀπεκεκάρκει Luc. Tox. 51; ἀποκαρτέον Eupol. Poll. 2, 33; ἀποκαρέντα πρόβατα, geschorene Schafe, D. Sic. 1, 36; – zerschneiden, zerhauen, τένοντε, φλέβα, in tmesi, Il. 10, 456. 13, 546; vertilgen, δαίμων ἄνδρας Aesch. Pers. 885; ἄνϑος πόλεως Eur. Herc. F. 875; pass., ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων, du bist des Kranzes beraubt, Hec. 910; vom Adler des Prometheus ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Luc. Prom. 2; berauben, Sp., vgl. Dion. Hal. 9, 23.
См. также в других словарях:
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
υπόγυνος — η, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. το υπόγυνο το μέρος τού άνθους κάτω από την ωοθήκη 2. φρ. «υπόγυνο άνθος» βοτ. η αντιπροσωπευτικότερη μορφή διάταξης τών μερών τού άνθους, κατά την οποία οι σπόνδυλοι τών ανθικών τμημάτων, δηλαδή τα σέπαλα, τα πέταλα,… … Dictionary of Greek